- τιμοκατάλογος
- οκατάλογος με τιμές εμπορευμάτων, τιμολόγιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τιμοκατάλογος — ο, Ν κατάλογος όπου αναγράφονται οι τιμές προϊόντων ή υπηρεσιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + κατάλογος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek
λίστα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 490 μ., 140 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φιλιατών του νομού Θεσπρωτίας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 68 χλμ. ΒΑ της Ηγουμενίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλιατών. * * * η 1. κατάλογος ονομάτων ή… … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
τιμολόγιο — το, Ν 1. πίνακας τιμών τών διαφόρων προϊόντων και υπηρεσιών μιας επιχείρησης, αλλ. τιμοκατάλογος 2. εμπορικό έγγραφο που περιέχει τους όρους πώλησης εμπορευμάτων ή παροχής υπηρεσιών, την τιμή, την ποσότητα και την ποιότητα τών ειδών, την… … Dictionary of Greek
τιμολόγιο — το 1. τιμοκατάλογος, ταρίφα. 2. κατάλογος εμπορευμάτων που πουλήθηκαν, με τις τιμές τους, για εξόφληση, λογαριασμός. 3. κατάλογος αγορασμένων εμπορευμάτων με τις τιμές τους, κοστολόγιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)